- βόσκω
- (AM βόσκω)Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι4. διατρέφω, συντηρώνεοελλ.1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;»)2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι (AM βόσκομαι)1. τρέφομαι2. συντηρούμαι, διατηρούμαι («βόσκομαι με κούφιες ελπίδες», «βόσκομαι κούφοις πνεύμασιν» ή «... έλπίσιν»)(αρχ. - μσν.) κατατρώγω καταστρέφονταςαρχ.φρ. «βόσκομαί τινι» ή «... περί τινι» — έχω παραδοθεί στον έρωτα κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. βόσκω και ο μέλλ. βοσκήσω μαρτυρούνται ήδη στην ομηρική ποίηση, ενώ τα εβοσκήθην, εβόσκησα, βεβόσκηκα αποτελούν μετακλασικούς τύπους. Ο αρχικός φθόγγος β- θα πρέπει να ανάγεται σε χειλοϋπερωικό σύμφωνο, γεγονός που πιστοποιείται από τους μυκην. τύπους su-qo-ta-o =συβόταο ή συβοτᾱων, qo-u-qo-ta-=βουβότᾱ-. Υποστηρίζεται ότι το βŏ-, βόσκω (ασθενής βαθμίδα) συνδέεται ετυμολογικά με τα λιθ. gaujὰ «αγέλη, κοπάδι, ορδή» και guotas «αγέλη, κοπάδι». Περαιτέρω ο συσχετισμός με το βους (< *gw-ou-s) δημιουργεί σημασιολογικές δυσχέρειες, δεδομένου ότι το βόσκω δεν χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τα βόδια. Χαρακτηριστικό είναι το γενικευμένο σ' όλη την κλίση του βόσκω επίθημα -σκ-, η λειτουργία του οποίου συνίσταται στη δήλωση μιας επαναλαμβανόμενης διαδικασίας που αποσκοπεί σ' ένα τέλος. Ομόρριζο του βόσκω αποτελεί η λ. βοτάνη*, εφόσον προέρχεται < βοτόν* (< θ. βο-, βόσκω). Εξάλλου μαρτυρούνται πολλά σύνθετα με β' συνθετικό σε -βοτος (πρβλ. αιγίβοτος, πολύβοτος και πολύβωτος), σε -βότης και -βώτης (πρβλ. αιγιβότης, συβώτης). Τέλος στο ήδη ομηρ. σύνθ. βωτι-άνειρα «αυτή που τρέφει άντρες, ήρωες» απαντά ως α΄ συνθετικό το βωτι-, σχηματισμός ομοιόμορφος με μια αρχική μορφή συνθέσεων (πρβλ. αρχ. ινδ. dativāra — «αυτός που δίνει θησαυρούς».ΠΑΡ. βοσκή, βόσκημα, βόσκηση (-ις) - αρχ. βόσις, βοσκάς, βοτόν(αρχ. -μσν.) βοτήρνεοελλ.βοσκάρης, βοσκάρι.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό: βωτι-) αρχ. βωτιάνειρα. (Β' συνθετικό: «βόσκω) αρχ. διαβόσκω, εκβόσκω, καταβόσκω παραβόσκωνεοελλ.ξενοβόσκω, υποβόσκω. (Β΄ συνθετικό: -βοτος) αρχ. άβοτος, αιγίβοτος, βούβοτος, δαμαλήβοτος, δουλόβοτος, ελεφαντόβοτος, εύβοτος, θερείβοτος, θηρόβοτος, ιππόβοτος, ιχθύβοτος, καλλίβοτος, λεοντόβοτος, μεγαλόβοτος, μηλόβοτος, μελισσόβοτος, αναγρόβοτος, πάμβοτος, πολύβοτος και πολύβωτος. (Β' συνθετικό: -βότης και -βώτης)αρχ.αγροβότης, αιγοβότης, βουβότης, μηλοβότης, ιπποβότης και ιπποβώτης, ουρεσιβώτης, συβότης και συβώτης, υοβότης].
Dictionary of Greek. 2013.